-
1 καταπυκνος
-
2 κατάπυκνος
κατάπυκνοςthick: masc /fem nom sg -
3 κατάπυκνος
II Medic., very costive,κοιλίη Hp.
Acut.(Sp.) 56.III κ. εἰς σχηματισμόν often using a formation, A.D.Adv.186.2;ἡ διάλεκτος κ. ἐπὶ τὴν Χρῆσιν Id.Synt.50.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάπυκνος
-
4 κατάπυκνον
κατάπυκνοςthick: masc /fem acc sgκατάπυκνοςthick: neut nom /voc /acc sg -
5 καταπύκνου
κατάπυκνοςthick: masc /fem /neut gen sgκαταπυκνόωstud thickly: pres imperat act 2nd sgκαταπυκνόωstud thickly: pres imperat act 2nd sgκαταπυκνόωstud thickly: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)καταπυκνόωstud thickly: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
6 καταπύκνω
-
7 καταπύκνῳ
-
8 στάσις
A placing, setting, (sc. δικτύων) X.Cyn.2.8, 9.16;τῶν κλιμάκων Plb.5.60.7
; erection of a statue,εἰκόνος IG7.411.34
(Oropus, ii B.C.); στήλης ib.22.654.59 (iii B.C.), 11(4).1023 (Delos, iii B.C.).3 erection, building, PPetr.3p.139 (iii B.C., pl.); = ἐργαστήριον, Hsch.; so perh. in BGU1122.18, 21 (i B.C.).II (ἵστημι A.
IV) weighing,αὕτη 'στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ar.Ra. 1401
; A 28 (Delph., iv B.C.); στάσις μισθοῦ the paying of the doctor's fee, Hp. Praec.4;ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων.. ἐπιλυθῆμεν τοὺς ἐρρυτιασμένους στάσι IG42(1).77.13
(Troezen, ii B.C.).B ([etym.] ἵσταμαι) standing, stature, A.Eu.36 (marg.M βάσιν); standing still, stationariness, defined as ἀπόφασις τοῦ ἰέναι, Pl.Cra. 426d; opp. φορά, κίνησις, ib. 437a, 438c, Sph. 250a, 251d, Arist.Metaph. 1025b21, al.; rest, as a category of the intelligible, Plot.6.2.8; opp. ἠρεμία, Id.6.3.27; ὀμμάτων στάσιες fixed stare, Hp.Acut. (Sp.) 6; σ. ὤτων pricking of the ears, Poll.5.61; σ. τῆς γαστρός constipation, Orib.inc. 13.6; [ τοῦ αἵματος] sluggishness, Hp.Acut. (Sp.) 7; τοῦ ἀέρος,= νηνεμία, Thphr.Vent.18, Gal.9.908.2 the place in which one stands or should stand, position, posture, station,ἔχοντες σ. ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Hdt.9.21
; λέβης.. φυλάσσων τὴν ὑπὲρ πυρὸς ς. A.Fr.1; ἰδέσθαι.., τίν' ἔχει ς. E.Fr. 308 (anap.), cf. Ar.Pl. 954;τὴν 'ινοῦς σ. ἑστάναι E.Ba. 925
; τῆς αὐτῆς ἠξιοῦτο ς. D.19.272; σ. ἵππων,= ἱππόστασις, σταθμός, stable, stall, E.Fr. 442;ὄνων ἵππων τε στάσεις Ephipp.18
;τῆς σ. παρασύρων.. τὰς δρῦς Ar.Eq. 527
; κατὰ τὴν σ. δὴ στάντες standing each in his place, Antid.2; of military formation, κατάπυκνος ς. close order, Ascl.Tact.5.1; row,ἀμπέλων Tab.Heracl.2.77
, al., cf. BGU1122.18,21 (i B.C., unless in signf. A. 1.3).b position in relation to the compass,ἡ σ. ἤλλακτο τῶν ὡρέων Hdt.2.26
; ἡ σ. τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης ibid.; setting of a wind from a quarter, τῶν ἐτησίων ἤδη στάσιν ἐχόντων having set in, Plb.5.5.3; γίνεταί τις ἀνέμου ς. Id.1.48.2, cf. Arist.Mete. 362b33, Thphr.Sign.35 (pl.); v. infr. 111.4.c of planetary connexion, Vett.Val.38.17.d metaph., from a boxer's position, ὥσπερ.. ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς σ. ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς.. ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς σ. ( τάξεως codd., but cf. Quint.Inst.3.6.3)αὐτῷ μάχεσθε Aeschin.3.206
: hence, position taken up by a litigant (esp. defendant), Cic. Top.25.93;ἐπ' ἀδίκου σ. ἱστάμενος PRein.18.16
(ii B.C.); issue, σ. ὁρική, νομική, λογική, etc., Hermog.Stat.2, cf. Syrian. in Hermog.2.55 R.3 position, state, condition of a person,ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Pl.Phdr. 253d
; esp. of moral, social, political position,μειρακιώδης Plb.10.33.6
;ἰδιώτου Epict.Ench.48
;φιλοσόφου Arr.Epict.3.15.13
; σ. ἔχειν ἐν τῷ βίῳ ib.1.21.1; state of affairs, Ostr.1151.3 (iii A.D.);ἡ σ. τῆς νόσου Hp.Dieb.Judic.10
, cf. Mochl. 21 (pl.).4 στάσις μελῶν, expld. by Sch. as = στάσιμον (q.v.), Ar. Ra. 1281.III esp. party formed for seditious purposes, faction, Thgn.51, Hdt.1.59,60; ἐπεκράτησε τῇ στάσι ib. 173; αἱ τῶν Μεγαρέων ς. Th.4.71.2 faction, sedition, discord, Thgn.781, Sol.4.19, Democr.245, Th.2.65;οἴκων Pi.N.9.13
, al., cf. Hdt.5.28, al.;σ. ἀντιάνειρα Pi.O.12.16
; σκεπτομένων πόθεν ἡ ς. how the row began, Batr.135; στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο a contest, A.Pr. 202;ὅστις.. στάσιν ποιέοι περὶ γαδαισίας Berl.Sitzb. 1927.8
([dialect] Locr., v B.C.);εἰς λόγου στάσιν ἐπελθών S.Tr. 1180
;σ. γλώσσης Id.OT 634
;στάσει νοσοῦσα πόλις E.HF34
;τὰς σ. ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.79
;στάσεις παύω X.Mem.4.6.14
; ;πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν X.Mem.4.4.11
;τὴν πόλιν εἰς στάσεις κατέστησαν Lys.25.26
;κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν Id.30.13
; opp. πόλεμος, Pl.R. 470b, cf. Phd. 66c, Sol. l.c.;στάσεις καὶ διαστάσεις Arist.Pol. 1296a8
.3 division, dissent,στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; οὐδ' ἔνι ς. there's no disputing it, A.Pers. 738 (troch.).4 metaph., τὰν ἀνέμων ς. Alc.18 (unless in signf. B.1.2b);ἀνέμων πνεύματα.. στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1087
(anap.); σ. κυμάτων Ach. Tat.3.2.IV στάσεις,= τὰ πεφυκότα σπέρματα, Ar.Fr. 859.
См. также в других словарях:
κατάπυκνος — thick masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπυκνος — η, ο (AM κατάπυκνος, ον) πολύ πυκνός αρχ. 1. πολύ δυσκοίλιος («κοιλίη κατάπυκνος», Ιπποκρ.) 2. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιεί κάτι πολλές φορές … Dictionary of Greek
κατάπυκνος — η, ο πολύ πυκνός: Έχει κατάπυκνα μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάπυκνον — κατάπυκνος thick masc/fem acc sg κατάπυκνος thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπύκνου — κατάπυκνος thick masc/fem/neut gen sg καταπυκνόω stud thickly pres imperat act 2nd sg καταπυκνόω stud thickly pres imperat act 2nd sg καταπυκνόω stud thickly imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) καταπυκνόω stud thickly imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπύκνῳ — κατάπυκνος thick masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SERPYLLUM — inter coronamenta Veter. receptum, ut flos vernus ac violae socius et rosis. Theocritus Eid. ιθ. Ἤδ᾿ ἴον, ἤδ᾿ ἕρπυλλον ἀπαίνοτο. Et Ep. 1. Τὰ ῥόδα τὰ δροτόεντα, καὶ ἡ κατάπυκνος ἐκεῖνα Ἕρπυλλος κεῖται ταῖς Ἑλικωνιάσι. Quorum priori violis,… … Hofmann J. Lexicon universale
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek